- αποσφαιριζομαι
- ἀποσφαιρίζομαιἀπο-σφαιρίζομαιотскакивать как мяч Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀποσφαιρισθείς — ἀποσφαιρίζομαι to be thrown off like a ball aor part mp masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφαιρίζεται — ἀποσφαιρίζομαι to be thrown off like a ball pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσφαιρίζονται — ἀποσφαιρίζομαι to be thrown off like a ball pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)